καταπατοῦν

καταπατοῦν
καταπατέω
trample under foot
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καταπατέω
trample under foot
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
καταπατέω
trample under foot
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καταπατέω
trample under foot
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υβριστοδίκαι — οἱ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος) δικαστές που καταπατούν τον νόμο και, ιδίως, αυτοί που δωροδοκούνται για να βοηθούν τους εγκληματίες να διαφεύγουν την τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”